εὐεργετεῖται

εὐεργετεῖται
εὐεργετέω
to be a benefactor
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • благодѣтельствовати — БЛАГОДѢТЕЛЬСТВ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. То же, что благодѣ˫ати: Многихъ бо суть. и различныхъ ѡбрази. бесловесныхъ и оучитель. ѡбразъ друзи бывають. ибо ѡбразъ тако оугажають. другии же полоучивъ врежаѥть(с) ин же ѡ томъ бл҃годѣтельствуѥть...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”